Γράφει ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Η καινούρια νουβέλα του Παύλου Παμπορίδη, πραγματεύεται μια σημαντική ιστορική περίοδο της κυπριακής ιστορίας, την περίοδο όπου οι Οθωμανοί Τούρκοι επιτίθενται στην Κύπρο με σκοπό να την κατακτήσουν από τους Ενετούς. Σημαντικές αξίες και στάσεις ζωής που σηματοδοτούν και αναδεικνύουν αδιάλειπτα τον κομβικό ρόλο της έννοιας της πατρίδας, τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται από την πλούσια δράση η οποία διαποτίζει τις γραμμές του πραγματικά ενδιαφέροντος βιβλίου που έχουμε στα χέρια μας.
Η παρούσα νουβέλα, όπως και η προηγούμενη υπό τον τίτλο “Τζαι πόψε”, είναι γραμμένη στην κυπριακή διάλεκτο, γεγονός που προσθέτει ζωντάνια, αμεσότητα και πολύ ενδιαφέρον στη ροή και διακύμανση των γεγονότων της ιστορίας του έργου. Ο Παύλος Παμπορίδης γεννήθηκε το 1975 στη Λευκωσία. Η Κύπρος και ο κόσμος της, η Κύπρος και ο κόσμος, είναι τα θέματα που απασχολούν τα κείμενά του. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Τζαι πόψε” (Εκδόσεις Αρμίδα, 2020) συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα Κρατικών Βραβείων για το έτος 2020, στην κατηγορία “Διήγημα/Νουβέλα”. Ζει στη Λευκωσία με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του.
Προτού κλείσουμε την παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου του Παμπορίδη, αξίζει θεωρώ να παραθέσω πως ο ίδιος εκφράζει και σημασιοδοτεί την ανάγκη του να γράφει στην κυπριακή διάλεκτο: “Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και ο τρόπος που εκφράζουμε αυτή την αντίληψη. Αναπόφευκτα η γλώσσα ενός κειμένου μεταφέρει τον τρόπο αντίληψης του κόσμου από τον συγγραφέα και την κοινωνία που τον γέννησε. Στην περίπτωση της κυπριακής βέβαια δεν μιλάμε για ξεχωριστή γλώσσα αλλά για γλωσσική ποικιλία, αλλά και πάλι η κυπριακή προσφέρει μια κοντινή μεν, αλλά διαφορετική αντίληψη του κόσμου.
Πιστεύω ότι η κυπριακή κοινωνία έχει ωριμάσει μετά από 64 χρόνια ανεξαρτησίας και έχει πια την αυτοπεποίθηση να εκφραστεί στην λογοτεχνία που παράγει με τον τρόπο που σκέφτεται και εκφράζεται στην καθημερινή της εμπειρία. Δεν είναι κάτι που φέρνει πολιτική χροιά αλλά κοινωνική. Την ανάγκη μιας κοινωνίας να μιλήσει στον εαυτό της και στον κόσμο όπως ακριβώς σκέφτεται, χωρίς την επιτήδευση τού να γίνει αντιληπτή ή αποδεκτή από τον ελλαδικό κόσμο. Μπορείς να το πεις και μέρος της διαδικασίας αποαποικιοποίησης”.