Ο Αιμίλιος Σολωμού μιλά για τα διηγήματα του Κώστα Βασιλείου “Εξηγήματα”

Ο Κώστας Βασιλείου είναι από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς ποιητές της γενιάς της Ανεξαρτησίας, αναγνωρισμένος και βραβευμένος από πολλούς πολιτιστικούς φορείς. Δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Σκαμάνδριος Εκτορίδης Αστυάναξ το 1969. Ακολούθησε η συλλογή Κλωνάρι το 1971, η οποία τιμήθηκε με κρατικό έπαινο. Και οι δύο συλλογές αναφέρονται στα πολιτικά γεγονότα της εποχής που ταλάνισαν το νησί μας και οδήγησαν στην τραγωδία του 1974. Ιδιαίτερα στη δεύτερη αναδεικνύεται παράλληλα το ερωτικό στοιχείο και η σάτιρα (το χιούμορ και η ειρωνεία επίσης), δύο από τα γνωρίσματα που θα καθορίσουν την ποίησή του στη συνέχεια. Είναι εμφανής ακόμα η σύνδεσή του με τη γη και τον τόπο του, μια ερωτική, σχεδόν παγανιστική σχέση. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που ο Κώστας Βασιλείου ονομάζεται και είναι ρεσπέρης, ζυμωμένος και πλασμένος από το χώμα της γης του. Όλα τα παραπάνω γνωρίσματα θα περάσουν και στις επόμενες συλλογές του. Γενικά στην ποίησή του μπορεί κανείς να διακρίνει τη σχέση του με την ιστορία, τη μυθική μέθοδο, την παράδοση, τις ποιητικές καταβολές του π.χ. στον Παπαδιαμάντη, στον Βασίλη Μιχαηλίδη και στον Διονύσιο Σολωμό, των οποίων αποσπάσματα έργων προτάσσει όχι τυχαία στην αρχή του βιβλίου. Ιδιαίτερη είναι η έγνοια του για τη γλώσσα, είτε πρόκειται για την κοινή ελληνική, είτε την κυπριακή διάλεκτο, την εκκλησιαστική γλώσσα. Τα γνωρίσματα αυτά μπολιάζουν και τα αφηγήματά του.

Έπρεπε να περάσουν 55 χρόνια θητείας στην ποίηση, για να ενδώσει εκδοτικά ο Κώστας Βασιλείου στην πεζογραφία με τα Εξηγήματα, προπολεμικά και μεταπολεμικά αφηγήματα. Πρόκειται για μια άρτια αισθητικά, και στο περιεχόμενο, συλλογή αφηγημάτων των εκδόσεων Αρμίδα. Όπως μας έχει συνηθίσει και στην καθημερινή του ζωή, ο Κώστας Βασιλείου, ο τίτλος δεν θα μπορούσε παρά να είναι παιγνιώδης. Γιατί εξηγήματα, γιατί αφηγήματα, γιατί προπολεμικά και μεταπολεμικά; Όλα αυτά δημιουργούν συνειρμούς και προβληματισμούς. Με τα εξηγήματα, ο Κώστας Βασιλείου επιχειρεί να δώσει εξηγήσεις για την ίδια τη ζωή και να επιλύσει παρεξηγήσεις μέσα στα λογοτεχνικά όρια των όσων αφηγείται. Γιατί όμως αφηγήματα και όχι διηγήματα; Τα όρια και τα γνωρίσματα των δύο είναι ασαφή και δυσδιάκριτα. Κάθε διήγημα είναι και αφήγημα, όπως η νουβέλα και το μυθιστόρημα. Ο όρος αφήγημα όμως, εδώ προσδίδει ένα ειδικό βάρος στην αφηγηματική πράξη και αυτό είναι εμφανές και στα 13 κείμενα της συλλογής. Με την αναφορά σε προπολεμικά και μεταπολεμικά αφηγήματα ο Κώστας Βασιλείου υιοθετεί έναν ιδιοφυή τρόπο για να μιλήσει για την τραγωδία του 1974, χωρίς να αναφέρεται σε κανένα σημείο σ’ αυτήν, ούτε καν υπαινικτικά. Ανάμεσα στα προπολεμικά και μεταπολεμικά παρεμβάλλεται ένα «κενό». Κι αυτό το «κενό», η σκόπιμη πεζογραφική σιωπή του συγγραφέα, τίθεται στο κέντρο της συγγραφικής και της αναγνωστικής πράξης. Αλλά και στα αφηγήματα της δεύτερης ενότητας, δηλαδή στα μεταπολεμικά, απουσιάζουν οι συνέπειες της εισβολής. Παρόλα αυτά, ο τίτλος και οι χρονολογίες που παρατίθενται κάτω από τα κείμενα, είναι αρκετά για να δεσμεύσουν τη σκέψη του αναγνώστη  στην εποχή ανάμεσα στις δύο ενότητες. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα κείμενα αυτά τα ξέθαψε ο συγγραφέας από τα συρτάρια του μετά από τόσα χρόνια και πιθανόν να είναι ό,τι βρήκε από το συγγραφικό παρελθόν του, αλλά νομίζουμε ο τίτλος που δόθηκε υπηρετεί την πιο πάνω πρόθεσή του.

Στα προπολεμικά, υπάρχουν βέβαια αναφορές σε γεγονότα που επέδρασαν καταλυτικά στη συνέχεια των ιστορικών γεγονότων, όπως οι διακοινοτικές συγκρούσεις, οι σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους και ο αγώνας της ΕΟΚΑ, π.χ., στα αφηγήματα «Τα φεγγαροπούλια», «Επιτάφιος» και «Εν ψυχρώ». Τα κείμενα της πρώτης ενότητας είναι γραμμένα το 1973 και της δεύτερης το 1989-1991. Μεσολαβεί δηλαδή ένα συγγραφικό, αυτή τη φορά, κενό 16 ετών, αλλά αυτό το κενό λειτουργεί ως μια πληγή ανοικτή εξαιτίας της τραγωδίας που έπληξε τον τόπο μας. Όμως κενό δεν υπάρχει στον πραγματικό κόσμο, σύμφωνα με την αστροφυσική. Κι επομένως το τεχνητό αυτό κενό που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο ενότητες είναι πλήρες νοημάτων, συνειρμών, συνεπειών, πόνου και δυστυχίας για όσα συνέβησαν τότε. 

Η συλλογή είναι σύντομη σε έκταση, συμπνυκνωμένη όμως σε αλήθειες και σοφία, κατασταλαγμένης από τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Θα μπορούσαμε να την εκλάβουμε ως μια σπονδυλωτή νουβέλα. Σε αυτό συντείνουν ο κοινός ομοδιηγητικός αφηγητής σε όλα τα διηγήματα, καθώς αυτά είναι ιδωμένα, ως επί το πλείστον, μέσα από την οπτική ενός παιδιού, ο κοινός χώρος στον οποίο εκτυλίσσονται οι περιπέτειες, η αγροτική Δευτερά και η στενή σχέση με τη γη, τα κοινά θεματικά μοτίβα, όπως η εφηβική ερωτική αφύπνιση, γενικά ο έρωτας (που διατρέχει σχεδόν όλες τις ιστορίες), και καμιά φορά η αντίστιξή του με το γεγονός του θανάτου (το γνωστό δίπολο έρως-θάνατος, όπως στα αφηγήματα «Με γιασεμί», «Φεγγαροπούλια»), με τη χαρά και η λύπη, την τρυφερότητα και τη σκληρότητα ταυτόχρονα, πρόσωπα και τύποι χαρακτήρων που ενίοτε εμφανίζονται σε διαφορετικές ιστορίες (π.χ. ο Αυκερινός, ο παπάς, η μάνα), η οικογενειακή, η θρησκευτική και η σχολική ζωή, όλα δοσμένα με χιούμορ ή και δραματικό τόνο. 

Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, κυρίως είναι ρεαλιστική χωρίς να λείπει όπου κρίνεται αναγκαίο το ονειρικό στοιχείο, όταν η φαντασία συμπλέκεται με την πραγματικότητα, φτάνοντας μέχρι την πυρετική ατμόσφαιρα («Εν ψυχρώ», σ. 40-41) και τον μαγικό ρεαλισμό («Τα φεγγαροπούλια», σ. 46-οι χωριανοί βλέπουν τους σκοτωμένους με ορθάνοικτα μάτια). 

Η αφήγηση υπηρετείται άκρως επιτυχημένα από τη ρεαλιστική γλώσσα, προφορική στη φύση της πολλές φορές, χωρίς να αποφεύγεται η τολμηρή χρήση των λέξεων, η αργκό των παιδιών (π.χ. «Σαραντάσποροι»), με τους ζωντανούς διαλόγους, την κοινή νεοελληνική, πολλούς ιδιωματισμούς της κυπριακής διαλέκτου, την εκκλησιαστική γλώσσα. Πότε μακροπερίοδος, πότε σύντομος, κοφτός και λιτός, ο λόγος συντείνει στην ποικιλία του ύφους, ανάλογα με τις ανάγκες της αφήγησης, π.χ. «Το βασανάκι και το πετάσι του», σ. 72, «Μαχαλλεπί με το ροδόστεμμα», σ. 100. 

Άλλες φορές η γλώσσα γίνεται λυρική και άκρως ποιητική, όπως στα «Φεγγαροπούλια», σ. 46: «Το φεγγάρι δεν βρισκότανε στη θέση που το έβλεπα προηγουμένως, είχε κατέβει χαμηλότερα, και μόλις φαινόταν πάνω από την κληματαριά· μαχαιρωμένο, αποτρόπαιο, σαν πρόσωπο νεκρού με χλωρά φύλλα στα μάγουλα- δεύτε τελευταίον ασπασμόν! Ο ένας είχε μια σπαθιά στο μάγουλο, τ’ άλλου το πρόσωπο ήταν σκεπασμένο μ’ επιδέσμους. Ο τρίτος, ένα εικοσάχρονο παλληκάρι, είχε ένα πρόσωπο ολοκάθαρο· μόνο που το σκοτείνιαζε, λες και κοιμόταν κι έβλεπε στον ύπνο του εφιάλτη, μια ανεπαίσθητη έκφραση τρόμου».

Ο συγγραφέας ξέρει να ξεχωρίζει την καίρια στιγμή στην αφήγηση, κατορθώνοντας με έντεχνο  τρόπο να προσδίδει δραματική ένταση, μέσα από την ψυχοσύνθεση των ηρώων και τα διλήμματά τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ενδοσκόπηση και η διαγραφή του ψυχικού κόσμου του αφηγητή στα «Φεγγαροπούλια») και να φτάνει στην κορύφωση και στην εκτόνωση. Κάτι τέτοιο δεν είναι αυτονόητο, πηγάζει από την ικανότητα να χειρίζεται σωστά τα θέματά του και είναι χαρακτηριστικό ενός γνήσιου και έμπειρου πεζογράφου ή θεατρικού συγγραφέα. Και αυτή η θεατρικότητα ή κινηματογραφική τεχνική είναι ένα από τα γνωρίσματα της συλλογής. Ένα παράδειγμα είναι το αφήγημα με τον αντιθετικό τίτλο «Η Τεμπέλα η προκομμένη». Εδώ εξελίσσεται ο χιουμοριστικός διάλογος των παιδιών, του αφηγητή και της αδελφής του, με την Τεμπέλα που εκπαιδεύει τα κορίτσια στο λευκαρίτικο κέντημα και στα οικιακά. Κι ενώ συνομιλούν, πολύ θεατρικά, παρεμβάλλονται ως σχόλια στη στιχομυθία τα γέλια των κοριτσιών από τη συκαμινιά και του Ίκαρου από το μπαλκόνι. Κι αμέσως μετά ακολουθεί το βίαιο ξέσπασμα της Τεμπέλας προς τα δυο παιδιά. Παρόμοια, και στα «Φεγγαροπούλια», ενώ το χωριό βρίσκεται σε επιφυλακή μετά τις δολοφονίες τριών Ελληνοκυπρίων από τους Τουρκοκύπριους, και βιώνει την ένταση και την αγωνία, στο τέλος εισέρχεται στη σκηνή η Φοινικού με το διάφανο μεσοφόρι της, πλήρης ερωτισμού, ψάχνοντας τον Λευτέρη, τον άπιστο εραστή της για να του κόψει το κεφάλι με το δρεπάνι. Είναι η στιγμή που αποφορτίζεται όλη η δραματική ένταση και το αφήγημα παίρνει άλλη τροπή. Τώρα ο κινηματογραφικός φακός στρέφεται στη Φοινικού, και όταν πια αυτή καταρρέει και αποχωρεί συγκλονισμένη, ο αφηγητής απομένει μόνος στη σκηνή να συνομιλεί με το φεγγάρι. Ο φόβος των Τούρκων σχεδόν ξεχάστηκε. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο πρώτο αφήγημα «Ο Πελέ». Πελέ είναι ο πετεινός του Βασιλάκη, του συντρόφου του στο ποδόσφαιρο. Το αφήγημα είναι χιουμοριστικό, ωστόσο, αποκτά επίσης δραματικό χαρακτήρα, όταν η θεία του Βασιλάκη του προσφέρει τον Πελέ μαγειρεμένο μέσα στο πιάτο. Κατ’ ακρίβεια έτσι ξεκινά η ιστορία, in media res όπως και άλλα διηγήματα. Από τη μέση των πραγμάτων, στο παρόν, για να μετατοπιστεί ο χρόνος στο παρελθόν κι έπειτα ξανά μπροστά, για να επεξηγηθούν τα γεγονότα και η ιστορία. Άλλωστε εξηγήματα είναι ο τίτλος του βιβλίου. Ο συγγραφέας επιστρατεύοντας όλες αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές, φτάνει στο βάθος των πραγμάτων, βαθιά στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. 

Παρόλο που ο κόσμος στον οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας είναι ένας κόσμος αγαθός, ίλαρος στην κυπριακή και ιλαρός στη νεοελληνική, ωστόσο συχνά λαμβάνουν χώρα ξεσπάσματα βίας. Και αυτό δεν έχει να κάνει με φονικά ή σωματική βία, αλλά με μια λεκτική σκληρότητα ή συμπεριφορές που φτάνουν σε οριακές καταστάσεις όπως στο περιστατικό με την Τεμπέλα ή στο ξέσπασμα της μάνας του αφηγητή στο αφήγημα «Η Ωραία Πύλη», όταν αυτή αρπάζει την Ειρήνη, την κόρη του παπά, από το βρουλλί στην εκκλησία μπροστά σε όλο το εκκλησίασμα, σέρνοντάς την μπροστά στον Χριστό και απαιτώντας να ορκιστεί αν αυτή είναι η ερωμένη του συζύγου της. Ή ακόμα η ακραία συμπεριφορά του ιερέα (Τούρκο τον αποκαλούσαν) στο διήγημα «Επιτάφιος», όταν μαθαίνει πως το τριαντάφυλλα του Επιταφίου προέρχονται από το τσιφλίκι του Κεμάλ του Τούρκου: «Τούρκο τον λέγαν κι ήτανε, τον πήραν οι δαιμόνοι, τούρκεψε, χοροπηδούσε απάνω στα τριαντάφυλλα λες κι ήταν φίδια και τον δάγκωναν, που να μας πάρει ο διάολος, ακούς εκεί να φέρουμε τούρκικα τριαντάφυλλα στην εκκλησιά, και να τολμήσουμε κιόλας να τα βάλουμε, πώς και δεν κόπηκαν τα χέρια μας, πάνω στον Επιτάφιο, εκεί που σε μια ώρα θα κηδέψει το σώμα του Χριστού του». 

Ο Κώστας Βασιλείου γράφει για έναν κόσμο που γνωρίζει καλά, τον κόσμο της Δευτεράς, της αγροτιάς και της γης, των λαϊκών ανθρώπων. Είναι και ο ίδιος μέρος αυτού του κόσμου, ένας λαϊκός άνθρωπος, ρεσπέρης και ποιητάρης, όπως αρέσκεται να λέει. Γι’ αυτό είναι τόσο αληθινές οι ιστορίες και οι ήρωές του. Αναφέρεται στην τοπογεωγραφία του χωριού, μέσα στην οποία δρουν τα πρόσωπά του. Είναι το Πάνω και το Κάτω Χωριό, οι γειτονιές, η Πλατεία, το καφενείο, η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και το νεκροταφείο, το τσιφλίκι του Κεμάλ, του Αυκάρη, τ’ αλώνια και τα περιβόλια του Τορνάρη με τις χρυσομηλιές, ο γκρεμός της Χρυσοσπηλιώτισσας, το Μετόχι, ο Πηδκιάς με τους καλαμιώνες του, ο δρόμος για τη Λευκωσία.

Κάθε χωριό έχει τη μυθολογία του και τις βιβλικές μορφές του με τα παράξενα ονόματά τους που έχουν φύγει εδώ και πολλά χρόνια, που όμως είναι ακόμα παρόντα στη συλλογική μνήμη. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα οι γυναίκες των αφηγημάτων, γυναίκες σκληρές και τρυφερές την ίδια ώρα, ευαίσθητες, του καμάτου, βασανισμένες, δίκαιες με μπέσα και φιλότιμο, ελευθεριάζουσες και ελευθερόστομες, αποτρόπαιες και ερωτεύσιμες, δυναμικές που παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, υπονομεύοντας την πατριαρχική κοινωνία  στο βιβλίο, μια και η παρουσία τους είναι επιβλητική, κυριαρχική στα του οίκου τους, αλλά και στη μικρή κοινωνία του χωριού.

Ορισμένοι από τους χαρακτήρες του, όλοι λαϊκοί τύποι, είναι η Τριανταφυλλίνα και ο Τριανταφυλλής, ο Αυκερινός, ο Σολής ο ψάλτης, ο γερο Καραολής, η Φοινικού, ο Κεμάλ ο τσιφλικάς-Εμινέ, η Σιελέγκα η κατσίκα, η Κορτοσιείλα, ο Αρβύλης, η Λαμπηδόνα, η Τεμπέλα, ο Πορσελάνης του Ταχράμπεη, ο Τρίκκης, ο Ίκαρος, η Ευρυδίκη η Τρυπάτσαινα, ο μάστρος Σιδεροπούγγης ο προξενητής, ο μάστρε Αντωνής ο Απένταρος, ο Γιάνναρος, η Ευκενία η Τίγραινα, ο Κατσικόρωνος ο Μαχαλλεπάρης, ο Δάσκαλος, ο Μάστρος, ο Μουχτάρης, ο παπα-Τούρκος. Όλα αυτά ονόματα, παρατσούκλια, δηλωτικά ιδιοτήτων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τύποι χαρακτήρων θυμίζουν τη ρεαλιστική ηθογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, και τα ονόματα των ηρώων του, όχι τυχαία, μια και ο συγγραφέας θήτευσε στον κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων. Μα περισσότερο, αυτή η ανθρωπογεωγραφία του ανακαλεί τον Κόσμο της Κύπρου ενός συνονόματου του Σκιαθίτη, άλλου αδάμαντα, του Αδαμάντιου Διαμαντή. 

Ο Διαμαντής θέλησε να παραστήσει τον αυθεντικό Κόσμο της Κύπρου και θα πει: «Αυτό που δεν δέχτηκε [ώς τότε] είναι η περικοπή της ουσίας, της έκφρασης της ζωής του. Γλώσσα, εκκλησία, αρετή, τροφή, εν­δυμασία, δικαιοσύνη, φιλία, γάμος. Αυτά δεν δέχτηκε να τα απαρνηθεί». Λοιπόν, αυτές τις θεματικές αναπτύσσει και ο Βασιλείου στη συλλογή του. Ο Κόσμος της Κύπρου φιλοτεχνήθηκε προπολεμικά (1967-1972). Μεταπολεμικά (1975) ο Διαμαντής μετέπλασε τον πίνακα με όλες τις μορφές του στο έργο Όταν ο κόσμος της Κύπρου Πρωτάκουσε τα Κακά Μαντάτα. Οι μορφές του Κόσμου της Κύπρου τώρα πετάγονται από τις καρέκλες ξαφνιασμένοι, φοβισμένοι για το κακό που έπληξε τον τόπο. Ο Κόσμος της Κύπρου δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος. Και οι δύο πίνακες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αφηγηματικοί, αφού σε έναν βαθμό, πέραν τηςς συλλογικότητας του Κόσμου της Κύπρου, αφηγούνται και τις προσωπικές ιστορίες των εικονιζομένων. Οι πίνακες, προπολεμικός και μεταπολεμικός, συνδέονται με τον τίτλο της συλλογής Εξηγήματα προπολεμικά και μεταπολεμικά αφηγήματα του Κώστα Βασιλείου. Πίνακες και αφηγήματα εν τέλει συνομιλούν μεταξύ τους, καθώς οι δύο δημιουργοί συγγενεύουν πνευματικά, με αποτέλεσμα τα έργα τους να συγκλίνουν σε γενικές γραμμές, χωρίς ασφαλώς να υπάρχει οποιαδήποτε πρόθεση. 

Το έργο του Διαμαντή αποτελείται από 11 τελάρα στα οποία παριστάνονται ομάδες ανθρώπων που στο σύνολό τους σχηματίζουν μια μνημειακή ζωγραφική, τον Κόσμο της Κύπρου. Έτσι και τα 13 αφηγήματα του Κώστα Βασιλείου, με τους χαρακτήρες τους, αποτελούν μια ενιαία συλλογή, τον Κόσμο της Δευτεράς.

Στο πρώτο τελάρο του Διαμαντή, από δεξιά, θα συναντήσουμε στο καφενείο τη βιβλική μορφή του μεγαλοπρεπούς Τομπούλα από τη Λύση να κάθεται με το τσιγάρο στο χέρι ακουμπισμένο στον μηρό. Αυτή η μορφή, ή ακόμα και η μορφή στο δεύτερο τελάρο με τον βρακοφόρο γερο Κοσμά, θυμίζει τον Τριανταφυλλή με τη βράκα και τις ποδίνες του, από το αφήγημα «Με γιασεμί», ο οποίος, διαβάζω: «Καθόταν [στο καφενείο] αναπαυτικά, με τη ράχη της καρέκλας του μισογερμένη στον κορμό του πλάτανου». Ο Διαμαντής κατέγραψε ένα δίστιχο που του είπε ο Κοσμάς, καθώς συζητούσαν για τη ζωή και τα γηρατειά: «Όταν πεθάνω τζι’ εν θωρώ τον κόσμο πως περάση/Θέλει ο ήλιος ας χαθή, θέλει ας συνεφκιάση», θυμίζοντας τη ζωή και τον θάνατο του Τριανταφυλλή στο αφήγημα, αλλά και τα θυμόσοφα λόγια του: «Έχουν να πουν το γιασεμί, ανασταίνει και πεθαμένο». Αλλά αυτός ο Τομπούλας ήταν συγγενής του ποιητή Γιώργου Μολέσκη. Έγραψε μάλιστα και ένα ποίημα γι’ αυτόν και τον Κόσμο της Κύπρου:

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

                           Μνήμη Αδαμάντιου Διαμαντή

Πρόσωπα αγέλαστα, θλιμμένα μάτια,

παλιομοδίτικα χτενίσματα, μαντήλια στα κεφάλια,

φορέματα και στάσεις άλλης εποχής.

Άνθρωποι πετρωμένοι στον χρόνο 

και στη σιωπή ενός αργόσυρτου και γκρίζου παρελθόντος

 –  ένας κόσμος που έγινε άγαλμα κι ασπρόμαυρη εικόνα – 

ούτε και τα παιδιά δεν είναι για να μεγαλώσουν.

Να και ο παππούς Τομπούλας, 

τελευταίος στη σειρά, με το τεράστιο σώμα του

γερμένο στην καρέκλα, όπως εξήντα χρόνια πριν

στο καφενείο του χωριού μας,

τότε που γυρίζαμε ξυπόλυτοι στους δρόμους

χωρίς να ξέρουμε, χωρίς καν να προβλέπουμε

την αυριανή μας μέρα.

[…]

Πόσο γρήγορα που μεταμορφώθηκε,

πόσο γρήγορα που χάθηκε ο κόσμος εκείνος

μέσα σ’ αυτόν, που τον ερχομό του

ούτε καν υποψιαζόταν!                                                   24 Ιουνίου 2014

«Πόσο γρήγορα που χάθηκε ο κόσμος εκείνος» αναφέρεται στο ποίημα. Ωστόσο, και στα εξηγήματα του Κώστα Βασιλείου έχουμε την ίδια αίσθηση. Αυτός ο κόσμος μοιάζει να ανήκει πια σε μια άλλη πραγματικότητα, στο παρελθόν, στις μνήμες και τις εμπειρίες του Κώστα Βασιλείου. Ο Διαμαντής σχολιάζοντας τον Κόσμο της Κύπρου είπε με πικρία πως τώρα πάει να σβήσει με «νέες αχώνευτες ιδέες και ήθη». 

Κι όπως το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα του Γ. Μολέσκη για τον Κόσμο της Κύπρου είναι ένα παιδί, έτσι και εδώ στα εξηγήματα ο αφηγητής είναι παιδί που παρακολουθεί αυτόν τον κόσμο που χάθηκε ή χάνεται.

Στο τελάρο ένα εικονίζονται κοριτσάκια που μας θυμίζουν τα κορίτσια κάτω από τη συκαμινιά στο σπίτι της Τεμπέλας. Πίσω διακρίνονται σπίτια με την κυπριακή αρχιτεκτονική τους, τις καμάρες και τα μπαλκόνια τους, όπως τα παλιά σπίτια της Δευτεράς.

Στο τρίτο τελάρο ξεχωρίζει μπροστά ένα αγοράκι που ακουμπά τα χέρια στην καρέκλα. Αυτό το αγοράκι θα μπορούσε να είναι ο αφηγητής της συλλογής του Κώστα Βασιλείου και το κορίτσι δίπλα του η Ειρήνη από το αφήγημα «Η Ωραία Πύλη» όπως και το κορίτσι από τον Άγιο Επίκτητο του επόμενου τελάρου που έχει τα χέρια στο κεφάλι. Τα παιδιά στο τελάρο τέσσερα που προβάλλουν τα κεφάλια τους μέσα από την κεντρική παρέα θα μπορούσαν να είναι ο Τρίκκης με τον Πορσελάνη του Ταχράμπεη στο αφήγημα «Σαραντάσποροι» ή ο Δαίδαλος και ο Λόντος από «Το βασανάκι και το πετάσι του». Στο ίδιο τελάρο, ο άντρας από τη Μύρτου στα αριστερά, ο οποίος σύμφωνα με τον Διαμαντή, μιλούσε συνεχώς για λεφτά, δάνεια και τόκους ή ο τύπος επίσης από τη Μύρτου στο τελάρο 8, ο οποίος αναφέρεται ως «σφιχτός» από τον ζωγράφο, τσιγκούνης δηλαδή και παραδόπιστος θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον μάστρο Σιδεροπούγγη τον προξενητή και τον μάστρε Αντωνή τον Απένταρο από το «Μαχαλλεπί με το Ροδόστεμμα». Στο τελάρο πέντε ο Παπάγιωρκης από τον Άσσια, «σαν τους αρχιερείς», σημειώνει ο Διαμαντής, με τον Παπαπόστολο στο τελάρο 7 και τον γεροπαπά από τη Βυζατζιά, θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον παπά στο αφήγημα «Η Ωραία Πύλη», που, αντιγράφουμε «στεκόταν στη θέση του Μεγάλου Αρχιερέα» ή του παπα-Τούρκου από τον «Επιτάφιο». Οι γυναίκες με τις μαντίλες τους, πίσω από τον Παπάγιωρκη και η γυναίκα από τον Άγιο Ιωάννη Πιτσιλιάς στο τελάρο 7 με την αυστηρότητα, τη λιτότητα και την περίσκεψή της, όπως αναφέρει ο Διαμαντής, θα μπορούσαν να είναι οποιεσδήποτε από τις αυστηρές, λιτές γυναίκες του καμάτου του Κώστα Βασιλείου, η Κορτοσιείλα «που πυρώνει τον φούρνο της», η Τεμπέλα, προκομμένη και νοικοκυρά, που «μάζευε κάτω από τη συκαμιά της τα κοριτσόπουλα της γειτονιάς», η Ευκενία η Τίγραινα με τους πικρούς ζεχίρι καφέδες της. Ο άντρας που διαβάζει εφημερίδα στο τελάρο 7 μας παραπέμπει στον Αυκερινό του «Εν ψυχρώ», ο οποίος λέει ο Κ. Βασιλείου, μπήκε στο καφενείο «και έσκυψε πάνω από την εφημερίδα». Στο τελάρο 8 παρουσιάζεται η Τουρκού η Αρτζού από τη Μελάναρκα που κρατά τον Κεμάλ, θυμίζοντάς μας τον Κεμάλ και την Εμινέ του «Επιταφίου»του Κ. Βασιλείου.  Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε και να ταυτίσουμε και άλλες μορφές του Διαμαντή με τους ήρωες του Βασιλείου, τη Σιελέγκα, την Ευρυδίκη την Τρυπάτσαινα, τον Κατσικόρωνο τον Μαχαλλεπάρη, αλλά ας μείνουμε ώς εδώ. 

Στον Κόσμο της Κύπρου, όπως και τα Εξηγήματα του Κώστα Βασιλείου οι εικονιζόμενοι παριστάνονται με τα φυσιογνωμικά τους χαρακτηριστικά, την ιδιαίτερη στάση τους, το βλέμμα και την ιδιομορφία του χαρακτήρα τους. Τον Κόσμο της Κύπρου τον χαρακτήρισαν Εικονοστάσι της Κύπρου. 

Η συλλογή του Κώστα Βασιλείου είναι το Εικονοστάσι της Δευτεράς.

Valesta 36Α, 2370 Agios Dometios,
Nicosia, Cyprus
Phone: +357 22 35 80 28
Email: info@armidabooks.com

Newsletter

Follow Us

Copyright © 2025 Armida Books. Website created by Ruxbo