Ο Aνδρέας Κούνιος γράφει στην εφημερίδα “Αλήθεια” για τα “Εξηγήματα” του Κώστα Βασιλείου

Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

Ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός, βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπο, όπου έπαιζε τη φλογέρα, βόσκοντας πρόβατα» (Διονύσιος Σολωμός, «Διάλογος για τη γλώσσα). Πανδαισία γλώσσας, γραφής, σφρίγους αλλά και σαρκασμού. Ο Κώστας Βασιλείου,
με το χαρακτηριστικό και απαράμιλλο πεζογραφικό του ύφος, παλμογράφος αλλοτινών εποχών, σκιαγραφεί ιστορίες περασμένων καιρών που, όμως, χάρη στην αμεσότητα του λόγου του, μοιάζουν σημερινές, σύγχρονες, μοντέρνες. Άλλωστε, τα αισθήματα των ανθρώπων, για να είμαι ακριβέστερος,
το χάος των ανθρωπίνων συναισθημάτων, είναι το ίδιο, από τότε που εμφανίστηκαν, εάν εμφανίστηκαν, ο Αδάμ, η Εύα και, κυρίως, ο όφις. Ο κατηραμένος όφις που κατέχει εξέχουσα θέση στις αφηγήσεις του Κώστα Βασιλείου, ενός υποδειγματικού παραμυθά που παίζει έξυπνα με την πραγματικότητα και τη μυθοπλασία και που, σε τελική ανάλυση, διαποτίζει τα κείμενά του με Αττικόν Άλας.

Κείμενα που άλλοτε ανάβουν φωτιές και άλλοτε σβήνουν φωτιές. Αστείο και σοβαρό δίνουν τα χέρια, μοιράζονται ένα μαχαλλεπί, ονειρεύονται ότι, άμα μεγαλώσουν, θα γίνουν Πελέ, εκτός κι αν ο αλέκτωρ εμφανιστεί στην πιατέλα, γουρλώνουν τα μάτια κοιτάζοντας την έξαλλη Φοινικού η οποία ζητά εξηγήσεις, η οποία, με άλλα λόγια, ζητάει και τα ρέστα, ετοιμάζονται να ρίξουν φυλλάδια της Ε.Ο.Κ.Α., να πετάξουν χαρταετό, ή για να είμαι ακριβέστερος: πετάσι, να μαδήσουν την παπαδοπούλα κόβοντάς της τα βρουλλιά! από τη ρίζα, καθότι τρέλανε τον εύπιστο οικογενειάρχη με τα καμώματά της – λαγουδάκι τη φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του – να στολίσουν τον Επιτάφιο με τριαντάφυλλα που παραχώρησε, μα τον Θεό και και μα τον Αλλάχ, ένας Τούρκος, προκαλώντας την αντίδραση του εκπροσώπου του
Θεού! («Τι;» ρώτησε ο παπάς, κι εκείνο το «τι» ακούστηκε σαν σφύριγμα φιδιού. «Απ’ το τσιφλίκι του
Κεμάλ;» Κάτι ράγισε μέσα μου, τα παιδιά ένα ένα σώπαιναν. «Ο ίδιος μας τα ‘κοψε», του είπα σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσω την κατάσταση, «δεν τα κλέψαμε», και μ’ όλο που τα γόνατά μου τρέμανε, πλησίασα στον Επιτάφιο να βάλω και τα δικά μου. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε; Σαν αγριόγατος τινάχτηκε μπροστά στον Επιτάφιο, με παραμέρισε με μια σπρωξιά, κλονίστηκα, τα τριαντάφυλλά μου σκόρπισαν στο πάτωμα), να παρακολουθήσουν εκ του σύνεγγυς τον θάνατο της σεξουαλικότητας: («Πες μας όλη την αλήθεια», είπε ο Δάσκαλος, αρπάζοντας την ευκαιρία, «δαγκώνει
ακόμα;» «Πάνε πέντε χρόνια που ‘ναι πεθαμένη και την κουβαλώ στη βράκα μου σαν την κατάρα»).
Καυστικός, αιχμηρός, ειλικρινής πέρα για πέρα, ανατρεπτικός, αυθεντικός και, σε αρκετά σημεία, προβοκάτορας, ο Κώστας Βασιλείου ανάβει το καντήλι της νοσταλγίας μας, μας ταξιδεύει σε «γκρεμισμένα σπίτια, μέσα στο σκοτάδι, έτσι είναι η ζωή μας, μεσημέρι, βράδυ» και, πρωτίστως, αποδεικνύει πόσο χαρισματικός και διαφορετικός λογοτέχνης είναι. Μπορεί να είναι δεοντολογικό αυτό, αλλά θα το διαπράξω! Το καλύτερο αφήγημα είναι «Ο Πελέ». Επηρεάστηκα τόσο πολύ, κύριε Βασιλείου, που σκέφτομαι να γράψω κι εγώ ένα παρόμοιο: «Ο Τοστάο». Ή «Ο Ζαϊρζίνιο». Ή «Ο Ριβελίνο»

Ο ΠΟΛΥΓΡΑΦΟΤΑΤΟΣ και πολυβραβευμένος Κύπριος λογοτέχνης Κώστας Βασιλείου επιστρέφει στα λογοτεχνικά δρώμενα, και συγκεκριμένα στον πεζό λόγο, με μια ιδιαίτερη συλλογή διηγημάτων. Κείμενα προπολεμικά και μεταπολεμικά, με ορόσημο το έτος της τουρκικής εισβολής 1974, στα οποία εντοπίζονται όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν τον Βασιλείου μια ηχηρή φωνή της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Με το προσωπικό του ύφος, διανθισμένο με ζωηρούς διαλόγους, εικόνες αντλημένες κυρίως από την ευρύτερη κυπριακή κοινωνία της εποχής του, μας παραδίδει έναν τόμο αφηγημάτων που έρχεται να προστεθεί στο ήδη πλούσιο βιογραφικό του. Ο Πελέ και μια κότα (!), τα τριαντάφυλλα του Επιτάφιου, το μαχαλλεπί του Κατσικόρωνου, τα ξεχασμένα γιασεμιά σε μια βράκα, όλες οι ιστορίες του Κώστα Βασιλείου χτίζουν και προσφέρουν μια μοναδική εμπειρία ανάγνωσης. Είναι η δική του γλώσσα, διανθισμένη με το κυπριακό προφορικό ιδίωμα, ο δικός του συγγραφικός χαρακτήρας, το δικό του συμβολικό ύφος, οι δικές του πινελιές στους απλούς καθημερινούς Κύπριους χαρακτήρες του, είναι τα Εξηγήματά του!

[…] Μπήκε ορμητικά στην πλατεία παραμερίζοντας τον κόσμο με τα έρια της. «Πού είναι ο άτιμος;» Χωρίς κεφαλομάντηλο, με τα βρουλλιά της λυμένα ν’ ανεμίζουν καθώς έτρεχε. «Πού είναι ο κερατάς του κόσμου;» Φορούσε μόνο ένα άσπρο μεσοφόρι, με νταντέλα στον ποδόγυρο, κι όπως ήταν μεσοδιάφανο, φέγγιαζε από κάτω το κορμί της. Και: «Γεια σου, κόρη Φοινικού!» Ώστε αυτή ήταν η Φοινικού; Πρώτη φορά την έβλεπα: κοντούλα, παχουλή, ανάμεσα τριάντα και τριάντα πέντε, κατακόκκινη από την έξαψη. «Γεια σου, ψιντρή βασιλιτζιά μου, γεια σου, πέρτικα!» της φώναζαν. Αυτή λοιπόν ήταν η προκομμένη του χωριού που τα ‘χε πότε με τον έναν πότε με τον άλλο, μ’ ανύπαντρα βοσκόπουλα, με σκάπουλλους περιβολάρηδες σαν τον Μιχάλη, τον Λευτέρη – τι της έβρισκαν; Φέξε, φεγγάρι. Την ώρα που ερχόταν προς το μέρος μας, γύρω απ’ το δοκίμι, αντίκρισα τα μάτια της. Φέξε καλύτερα, φεγγάρι μου. Κι όπως περνούσε από μπροστά μου, πρόλαβα κι είδα μες στα μάτια της, σαν μέσα από διάφανη βροχή, γυμνό το σώμα της – κλωνάρι ανθισμένο γιασεμί

ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17 ΜΑΪΟΥ 2024

Valesta 36Α, 2370 Agios Dometios,
Nicosia, Cyprus
Phone: +357 22 35 80 28
Email: info@armidabooks.com

Newsletter

Follow Us

Copyright © 2024 Armida Books. Website created by Ruxbo