Σε μια αυλή που μυρίζει καφέ και χώμα, η Φροσούλλα καρτερά ένα γράμμα που δεν έρχεται ποτέ. Ο ήχος της μοτόρας του ταχυδρόμου κόβει την ανάσα, μα το γραμματοκιβώτιο παραμένει άδειο — όπως κι η υπόσχεση.
Μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που ζουν στο μισόφως της Κύπρου μετά τη δεκαετία του ’80, ανάμεσα σε λουστρίνια και ρόμπες, Brut και ροδόσταγμα, εξώπορτες που δεν έκλεισαν ποτέ και λόγια που έμειναν διπλωμένα δίπλα στα σεντόνια.
Ο Σταυρίνος Κυριάκου παραδίδει μια συλλογή από ιστορίες όπου το χιούμορ συναντά την πίκρα και η τρυφερότητα χτυπά πόρτες ξεχαρβαλωμένες από τον χρόνο. Πρόσωπα γνώριμα, μεταξύ άλλων μια θεία, μια γειτόνισσα κι ένας πατέρας που δεν γύρισε, στήνουν έναν χορό γύρω από όσα χάσαμε χωρίς καν να τα ζήσουμε.
Από την κουζίνα της Παλλουρκώτισσας μέχρι τις αυλές του Καϊμακλιού, αυτές οι ιστορίες δεν φωνάζουν.
Ψιθυρίζουν. Μα μένουν.