Του Γιώργου Φράγκου
Σύζευξη εικόνας και στίχου. Αυτό επιχειρείται στο βιβλίο του Κώστα Πατίνιου και της Πόλας Χατζήπαπα. Έτσι δεν ξενίζει κανένα που οι πλείστοι στίχοι του Κ.Π. έχουν έντονο εικαστικό υπόβαθρο και τα σκίτσα της Π.Χ. έχουν βαθιά ποιητική διάθεση. Όμως θα μιλήσω αποκλειστικά για την ποίηση, καθότι για τα εικαστικά δηλώνω παντελώς αδαής.
Ο ποιητής προϊδεάζει τον αναγνώστη για το τι θα ακολουθήσει από τους πρώτους κιόλας στίχους στο πρώτο ποίημα του βιβλίου: «Όταν τρέχω συχνά περνά από το μυαλό μου η εικόνα πως τα πόδια μου / είναι πινέλα και ο δρόμος ένας τεράστιος καμβάς. / Τι ζωγραφιά, άραγε, θα σχημάτιζαν τα βήματα μου;». Σελ. 11)
Η ποίηση του Κ.Π. έχει μια υπερβατική καθολικότητα στη ματιά της, δεν περιχαρακώνεται πίσω από συναισθήματα, δεν εγκλωβίζεται σε στερεότυπα. Π.χ. ο ποιητής αναφερόμενος στον Πενταδάκτυλο, λέει: «Αυτό το βουνό είναι μόνο για να αγαπιούνται / στην παλάμη του οι άνθρωποι. / Άνθρωποι χωρίς ταμπέλες». (σελ. 15)
Ο Κ.Π. γράφει πρώτ’ απ’ όλα ποίηση ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας. Φαινομενικά ο ποιητής σχολιάζει τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά πάντοτε κοιτάζει μέσα του: «Μην κοιτάς τους χάρτες, μέσα σου δες… / Σύγχρονες τεχνολογίες, δορυφόροι, / gps, google maps, για να μη χάνεσαι, / με ένα κουμπί κοινοποιείς το στίγμα σου / …χαμένε άνθρωπε. / Άσε τα πόδια σου να καθαρίσουν το μυαλό σου, / άσε τα πόδια σου να καθορίσουν / το στίγμα σου στους δρόμους…». (σελ. 19)
Ως δρομέας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο Κ.Π. υμνεί το δρόμο, τη διαδρομή, την πορεία, για τις εξαγνιστικές, λυτρωτικές, καθαρτικές ιδιότητες τους, για τον πλούτο των συναισθημάτων και των εμπειριών και κυρίως για την αποτελεσματικότητά τους. Να ένας ενδεικτικός στίχος: «Δάκρυα, ιδρώτας, εσωτερικές αστραπές και βροντές, /χείμαρρος, που παρασέρνει τα προβλήματα / και τα πνίγει στη θάλασσα των χιλιομέτρων». (σελ. 21)
Ο Κ.Π. δεν είναι βέβαια υμνωδός μόνο του δρόμου, είναι υμνωδός και του τρεξίματος ως μίας εξίσου εξαγνιστικής, θεραπευτικής και λυτρωτικής διαδικασίας, του τρεξίματος που το εξομοιώνει με την τέχνη: «Είναι τέχνη να τρέχεις, / όπως το να αγαπάς, να ερωτεύεσαι, / να πέφτεις, να σηκώνεσαι, / να συγχωρείς, να ταπεινώνεσαι. / Γιατί η ευτυχία είναι επιλογή, που βρίσκεται σε κίνηση». (σελ. 25)
Το τρέξιμο, ως ένα δρομολόγιο προς την αυτογνωσία, διατρέχει όλο το βιβλίο από σελίδα σε σελίδα: «Όταν τρέχω, κάνω ‘αντίσταση’ κατά του κακού μου εαυτού. / Αν δεν τρέξεις, δε θα με μάθεις. / Αν δεν τρέχω, με χάνω». (σελ. 29) Αλλά το τρέξιμο, κατά τον ποιητή, δεν είναι μόνο ταξίδι αυτογνωσίας, είναι και αναμέτρηση με τον ίδιο μας τον εαυτό: «…τη μια με προσπερνώ, την άλλη με κυνηγώ, / άλλοτε τερματίζουμε χέρι – χέρι, / ποτέ μονάχος, πάντα δύο. / Και αν με βλέπεις έναν, / είναι που είσαι εσύ μισός». (σελ. 33)
Ο αγώνας δρόμου είναι αγώνας διάνοιξης προοπτικής, αγώνας να αχνοχαράξει μια ελπίδα, αγώνας για ένα καλύτερο αύριο, σε όλους τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα. Όπως λιτά και άμεσα το διατυπώνει ο Κ.Π.: «Σε είδα να τρέχεις / αφήνοντας / μια ρωγμή στο χρόνο, /μια ρωγμή στον πόνο / και μια ελπίδα / ότι το αδύνατο / μπορεί να γίνει δυνατό». (σελ. 51)
Μια από τις αρετές της ποίησης του Κ.Π. είναι πιστεύω και η αποφθεγματικότητά της. Ο ποιητής είναι συνήθως λακωνικός, ευσύνοπτος και με έφεση στις γενικεύσεις, δηλαδή στην εξαγωγή γενικών συμπερασμάτων μέσα από ειδικές καταστάσεις. Παραθέτω ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποφθεγματικότητας: «Ο στόχος πάντα θα προηγείται, / για να μπορούμε να κυνηγάμε τη ζωή, / για να αξίζει να ζούμε». (σελ. 53)
Από την ποίηση του Κ.Π. δεν λείπει ο λυρισμός, συνυπάρχει μαζί με τη δομή, τη ρώμη, την πειθαρχία, το ρυθμό και την ταχύτητα ενός δρομέα. Και είναι ένας λυρισμός πέρα για πέρα υπερβατικός, καθώς έχει να τιθασεύσει τόσα στοιχεία φαινομενικά ασύμβατα μαζί του: «Το πρωί, καθώς ανατέλλει ο ήλιος, / σχηματίζεται μια κίτρινη λεωφόρος μέσα στη θάλασσα, / μια ηλιόστρατα. / Λέω, μια μέρα, να την πάρω και όπου με βγάλει. / Να τρέχω ως το βράδυ, μέχρι το φεγγάρι να ρίξει / τη φεγγαρόστρατα του μέσα στη θάλασσα, / …». (σελ. 59)
Θέλω ακόμη να σημειώσω πως είδα με συμπάθεια τις μια-δυο περιπτώσεις που ο Κ.Π. επιχείρησε να γράψει σε παραδοσιακό ομοιοκατάληκτο στίχο. Το αποτέλεσμα ελέγχεται για τις συνήθεις αβαρίες που παρεισφρέουν μέσα στην αυστηρή αρχιτεκτονική δόμηση της ομοιοκαταληξίας, όμως παράλληλα προσφέρει και μια δροσιά, τη δροσιά της πρωτόλειας δουλειάς σε αυτή τη μορφή και τεχνοτροπία.
Γενικά όμως, έχω την εντύπωση ότι το θεματικό μοτίβο ολόκληρης της ποιητικής συλλογής όπως επίσης και οι τεχνοτροπικές φόρμες που χρησιμοποίησε ο ποιητής, εξαντλήθηκαν προτού εξαντληθούν οι σελίδες του βιβλίου. Με δυο λόγια, τουλάχιστον ένα μέρος της επανάληψης μοτίβου και φορμών, έχω τη γνώμη πως θα μπορούσε να αποφευχθεί με μεγαλύτερη σύμπτυξη, ελλειπτικότητα και πυκνότητα λόγου.